κοταινω

κοταινω
    κοταίνω
    (только praes.) Aesch. = κοτέω См. κοτεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοταινω" в других словарях:

  • κοταίνω — (Α) κοτέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω*] …   Dictionary of Greek

  • κοταίνων — κοταίνω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»